Τσιριτσάντσουλες: «Ραντεβού με την ιστορία ή ο λάκκος με τα σκατά» Συνέντευξη.

logotvxs
20 Απριλίου 2011
Συνέντευξη του Κωνσταντίνου Πουλή στην Τζένη Τσιροπούλου

Οι Τσιριτσάντσουλες αντιστέκονται ενωμένοι εδώ και δέκα δημιουργικά χρόνια στις δυνάμεις καταστροφής. Είναι «ένας τρόπος επιβίωσης, δημιουργίας, επικοινωνίας ή ακόμα και φυγής, ένας αυτοοργανωμένος χωροχρόνος, στον οποίο συναντιούνται διάφοροι περιφερόμενοι καλλιτέχνες, τρελοί ή φρόνιμοι», όπως αυτοσυστήνονται. Τους παρακολουθήσαμε στην παράστασή τους «Ραντεβού με την ιστορία ή ο λάκκος με τα σκατά», μια πολιτική σάτιρα, που χαρτογραφεί εύστοχα την ελληνική πραγματικότητα, με καυστικό χιούμορ που προκαλεί γέλιο και πικρία. Το tvxs συνομίλησε με ένα από τα πιο παλιά τους μέλη, τον Κωνσταντίνο Πουλή ή αλλιώς Κομπέρ στη θεατρική επιθεώρηση.

Από μία πολιτική σάτιρα δε θα μπορούσε φυσικά να λείπει η «οικονομική κρίση», το πιο επίκαιρο ζήτημα της ελληνικής πραγματικότητας. Θεωρείς ότι μας χαρακτήριζε μια τάση «άνετης ζωής», που τώρα καταρρέει και υπάρχει μια γενικότερη αφύπνιση;

Η ησυχία αυτή τη στιγμή είναι η ησυχία πριν την καταιγίδα, δεν ξέρεις τι μπορείς να περιμένεις. Τα πράγματα κρέμονται από μία κλωστή. Ωστόσο, δε θεωρώ δίκαιο το επιχείρημα ότι, γενικώς και αορίστως, ζούσαμε πέραν των δυνατοτήτων μας. Το ότι η κυβέρνηση δανειζόταν για να κάνει ρουσφέτια και βόλευε έτσι, τους κομματικούς της πελάτες δε σημαίνει ότι όλοι ζούσαμε πέραν των δυνατοτήτων μας. Αυτή τη στιγμή, το «Μαζί τα φάγαμε» («we all partied», όπως είπε ο Ιρλανδός υπουργός Οικονομικών) αποτελεί το πρωταρχικό επικοινωνιακό στρατήγημα της κυβέρνησης, ότι δηλαδή σε αυτή τη «φούσκα» που δημιουργήθηκε, όπως ωφεληθήκαμε τότε, έτσι θα πληρώσουμε τώρα.

Δε θα περίμενε κάποιος να υπάρχει πιο έντονη και γενικευμένη αντίδραση;

Αυτό δεν μπορείς να το προβλέψεις, και κάθε φορά υπάρχουν αναδρομικά πολύ διασκεδαστικά παραδείγματα σχετικά με το τι έλεγε ο κόσμος πριν. Κείμενα που εξηγούν γιατί, για παράδειγμα, «δεν μπορεί να γίνει δικτατορία στην Ελλάδα», γιατί «δεν μπορεί να γίνει εξέγερση» πριν το Μάη του ’68. Πριν να καεί η Αθήνα το 2008, είχα συχνά την απορία, πώς γίνεται να μη θυμώνει κανείς και να μην εξοργίζεται; Αποδείχτηκε, τελικά, ότι υπήρχε συσσωρευμένη οργή, η οποία εκδηλώθηκε τόσο ραγδαία που τρίβαμε όλοι τα μάτια μας. Τώρα αναρωτιόμουν, πώς γίνεται να είναι δωρεάν το να λες τόσο συχνά ψέματα, όσον αφορά την κυβέρνηση. Είναι δυνατόν να μην πληρωθεί ποτέ αυτό το πράγμα; Και έχω την εντύπωση ότι στην Κερατέα πληρώνεται. Όταν πάψεις να μπορείς να μιλήσεις και να σε πάρουν σοβαρά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να επιστρατεύσεις τη βία. Υπάρχει κρίση πολιτικής αξιοπιστίας, όταν ό,τι και να σου λένε αντιλαμβάνεσαι ότι η αλήθεια κρύβεται στο ανάποδο. Πώς να υπάρξει λύση, χωρίς τη στοιχειώδη πίστη ότι ο άλλος εννοεί αυτό που λέει;

«Αίτημα των καιρών είναι η πολιτικοποίηση» έχετε δηλώσει χαρακτηριστικά. Πώς θα επιτευχθεί όμως αυτός ο στόχος;

Βιαίως. Αυτό το ζούμε καθημερινά. Είναι άνθρωποι οι οποίοι θα πολιτικοποιηθούν, όχι επειδή έπεσαν βιβλία στα χέρια τους, αλλά επειδή έπεσε η πραγματικότητα στο κεφάλι τους. Θα συρθούν στο δρόμο γιατί δε θα έχουν δουλειά να πάνε το πρωί. Η πολιτικοποίηση συμβαίνει εκ των πραγμάτων, σε στιγμές που βράζει ο τόπος, χωρίς καμία καθοδήγηση. Αλλάζει η χώρα και οι συνθήκες της ζωής μας και αυτό που μέχρι χτες φαινόταν στέρεο και αυτονόητο δεν ισχύει πια.

Οι περισσότεροι διατείνονται ότι η κρίση είναι πρωτίστως πολιτισμική και αναφέρουν ως πρότυπο τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Εσείς γιατί υποστηρίζετε: «Όχι άλλη αρχαιολαγνεία»;

Η κυβερνητική αδιαφορία για τον πολιτισμό είναι βαθύτατη. «Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού» σημαίνει ότι αυτό που καταλαβαίνουμε εμείς από την αρχαιότητα είναι πώς να φέρνουμε τουρίστες να φωτογραφίζουν τα αρχαία μας. Σε εμάς υπάρχει μια δωρεάν περηφάνια και η Hannah Arendt το έχει θέσει πολύ ωραία, λέγοντας ότι στην εποχή μας υπάρχει αυτή η ρητορική για την αρχαία Ελλάδα, την ώρα που ο σημερινός άνθρωπος ταυτίζεται με αυτό που θεωρούσαν οι αρχαίοι ως δούλο. Η ζωή του δούλου περιορίζεται στο να παράγει και να καταναλώνει. Αυτό δεν κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος;

Ο «λάκκος με τα σκατά», για τον οποίο μιλάτε, είναι στην πραγματικότητα οι «φιλήσυχοι πολίτες»;

Στην παράσταση θέλαμε να υπάρχει μια επίθεση στους ισχυρούς, που κρατούν τα ηνία και σφυρίζουν αμέριμνα, αλλά ταυτοχρόνως έχει σημασία για εμάς να υπάρχει και μια ισχυρή κριτική προς τον φιλήσυχο ηλίθιο, που τα ανέχεται ή τα υποστηρίζει όλα αυτά για το μικροσυμφέρον του. Υπάρχουν πολίτες που ψήφισαν αυτούς τους πολιτικούς, ακόμα κι αν το εκλογικό σύστημα νοθεύει το εκλογικό αποτέλεσμα. Οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι έχουν την ευθύνη της ψήφου τους, αλλά και της συνολικής στάσης ζωής τους. Από τη μια μεριά είναι άνθρωποι ταπεινωμένοι και αναγκεμένοι, οι οποίοι χρειάστηκε να πουλήσουν ένα κομμάτι της αξιοπρέπειάς τους, προκειμένου να μπορέσουν να έχουν δουλειά -και αυτή είναι μια αδικία του συστήματος- και από την άλλη μεριά, είναι άνθρωποι οι οποίοι θα πρέπει, έστω και τώρα, να ξυπνήσουν. Δουλειά δική μας είναι να περιγράφουμε όσο καλύτερα μπορούμε την πραγματικότητα, και η πραγματικότητα περιλαμβάνει και όσους στήριξαν αυτή την κατάσταση.

«Μετά την επανάσταση»: ελάχιστοι τολμούν να περιγράψουν ή έστω να αναφερθούν σε αυτό το «μετά». Εσείς στην παράσταση δε διστάζετε να το παρουσιάσετε.

Το έργο αυτό έχει γραφτεί από τον Μαρίνο Μουζάκη, και συζητώντας πάνω σε αυτό, συνειδητοποίησα, σχετικά με την πολιτική μας κουλτούρα, ότι η δική μου γενιά, που ενηλικιωνόταν πολιτικά τον καιρό που κατέρρεε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, δε μεγάλωσε σε ένα πολιτικό κλίμα το οποίο να ευνοεί την ουτοπική σκέψη. Πώς θα μιλήσεις τώρα για επανάσταση, όπως τη φαντάζονταν τον 19ο αιώνα; Ποιος μπορεί να υπερασπιστεί στα σοβαρά την ουτοπική σκέψη, χωρίς να φανεί ονειροπαρμένος; Το αίτημα, λοιπόν, είναι και η αναγέννηση της ουτοπικής σκέψης, δηλαδή να κατανοήσεις ότι το πρόβλημα της εποχής δεν είναι μόνο διαχειριστικό, ότι υπάρχει κόσμος και πέρα από αυτό που βλέπουμε.

Θίγετε, ακόμα, το ζήτημα των μεταναστών, που έχουν μετατραπεί σε εξιλαστήρια θύματα. Είναι αναπόφευκτο αυτό το «ντόμινο» καταπίεσης;

Υπάρχει οπωσδήποτε μια τέτοια διάσταση, να καταπιέζει ο καταπιεζόμενος, και αυτό έχει ήδη αναλυθεί από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Το μετανάστη τον μισεί περισσότερο αυτός που ψωνίζει από το ίδιο μπακάλικο και όχι αυτός που τον θεωρεί υπηρέτη του. Το ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα που να αποδεικνύει ότι για ό,τι τραβάμε μας φταίνε οι μετανάστες, δεν υπάρχει κανένας πυρήνας αλήθειας στα ρατσιστικά στερεότυπα. Εξάλλου, αν μου επιτρέπετε τον συναισθηματισμό, πρόκειται και για ένα ζήτημα στοιχειώδους ανθρωπιάς.

«Ραντεβού με την ιστορία ή ο λάκκος με τα σκατά»

Τετάρτη 20/04 στις 21.00
Ciné Φιλίπ Θάσου 11, πλ. Αμερικής

Επικοινωνία: 2108647444, 2108612476
Είσοδος: € 10 & 5 (μειωμένο)
Με παράλληλη διερμηνεία στην ελληνική νοηματική γλώσσα

Παίζουν: Κωνσταντίνος Πουλής, Μαρίνος Μουζάκης, Ντίνα Μαυρίδου, Νίκος Γιούσεφ, Ελισσαίος Βλάχος, Χρήστος Συρμακέζης, Χριστίνα Χριστοδούλου, Σόνια Περλέγκα, Παντελής Παντελόγλου

Κείμενα – σκηνοθεσία: Τρόικα (Ελισσαίος Βλάχος, Μαρίνος Μουζάκης, Κωνσταντίνος Πουλής)

Μουσική: Νίκος Γιούσεφ

Κοστούμια: Μαρία Μαρκοπούλου

Χορογραφίες: Σύλβια Κατσαρού

Εικαστικά: Διονύσης Ματαράγκας

Αρχισυντάκτης: Παντελής Παντελόγλου

Γραφιστική επιμέλεια: Δημήτρης Μητσόπουλος

Κατασκευή σκηνικού: Γκάυ Στεφάνου

Οργάνωση παραγωγής: Ηρώ Κατσιφλώρου

Video – animation: Tsiri tv

Παραγωγή: Τσιριτσάντσουλες 2011

Για περισσότερους Τσιριτσάντσουλες:

Comments are closed