Μη με κάνεις να θυμώσω

Σάββατο πρωί, στον Μαρινόπουλο της γειτονιάς για κάτι λίγα ψώνια. Μια μοναχική ταμίας παλεύει με την ταμειακή, τις κάρτες των πελατών, τις πασχαλίτσες των προσφορών, τις πιστωτικές και με την τύχη της που την έφερε στα σαρανταπέντε της να κάνει αυτή την δουλειά που σου κλέβει το οκτάωρο και τίποτα δε σου δίνει γι’ αντάλλαγμα.

Πίσω μου, κυρία καθωσπρέπει, εβδομήκοντα τα έτη οπωσδήποτε, κομμωτήριο και τα ρέστα, δυσανασχετεί μεγαλοφώνως για την αναμονή: “Μα είναι δυνατόν, Σάββατο πρωί με ένα ταμείο; Μα τι εξυπηρέτηση είναι αυτή; Τι εξυπηρέτηση είναι αυτή; Αν είναι δυνατόν. Σάββατο πρωί; Τι εξυπηρέτηση είναι αυτή;”.

Εκνευριστήκατε; Κι εγώ το ίδιο:

-Αυτά να τα πεις του Μαρινόπουλου, μη τα λες στα κορίτσια.
-Τους τα λέω για να μεταφέρουν τα παράπονα των πελατών.
-Αυτά να τα πεις του Μαρινόπουλου. Τα κορίτσια να τα ρωτήσεις πόσα παίρνουν και πόσες ώρες δουλεύουν.
-Αυτό είναι άλλο που λέτε, κύριε. Τι σχέση έχει αυτό;
-Αυτό να ρωτάς. Τα άλλα πες τα του Μαρινόπουλου.
-Μα ο Μαρινόπουλος δεν είναι εδώ.
-Τα κορίτσια να τα ρωτήσεις πόσα παίρνουν και πόσες ώρες δουλεύουν. Έτοιμη είσαι να χωρίσεις τον κόσμο.

Πάνω στην ώρα, ανοίγει δεύτερο ταμείο και η καθωσπρέπει μ’ απαλλάσσει απ’ την παρουσία της πίσω απ’ το αφτί μου:

-Επιτέλους!
-Καλά ξεκουμπίδια!

Κοιτάζω γύρω, νίκη στα σημεία. Η πρώτη ταμίας χαμογελά κλεφτά.

π.

Comments are closed