Ρουτζάντε

AFISA RUZANTE 001_SAIT

Μια παράσταση με τα έργα του Angelo Beolco  (Ρουτζάντε), «Ο απόμαχος» και «Μπιλόρα: Ανάλυση ενός εγκλήματος» σε μετάφραση Μιχάλη Τραΐτση

Διεθνής συνεργασία του θιάσου Τσιριτσάντσουλες με τον  ιταλό σκηνοθέτη Carlo Formigoni.
διαβάστε το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης

Ο ΑΠΟΜΑΧΟΣ
Ρουτζάντε: Μαρίνος Μουζάκης
Μενάτο: Ελισσαίος Βλάχος
Ντίνα: Στέφανος Φίλος
Στρατιώτης: Κωνσταντίνος Πουλής

ΜΠΙΛΟΡΑ: ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Μπιλόρα: Κωνσταντίνος Πουλής
Πίταρο: Ελισσαίος Βλάχος
Ντίνα: Στέφανος Φίλος
Ανδρόνικος: Μαρίνος Μουζάκης

Σκηνοθεσία: Carlo Formigoni
Μετάφραση: Μιχάλης Τραΐτσης
Σκηνικά: Ruggero Valentini
Mάσκες: Renzo Antonello – Lisa Serio
Κοστούμια: Τσιριτσάντσουλες
Mουσική επένδυση: Στέφανος Φίλος

Σκηνοθεσία: Carlo Formigoni

Παραγωγή: Τσιριτσάντσουλες 2004

Πρώτη διανομή (πρεμιέρα: Πολιτιστικό Φεστιβάλ Πανεπιστημίου Κύπρου Λευκωσία,18 Σεπτεμβρίου 2004):Ελισσαίος Βλάχος, Στέφανος Φίλος, Μαρίνος Μουζάκης, Ευθύμιος Σκανδάμης.

Επίσης η παράσταση έχει παρουσιαστεί στην Απουλία της Ιταλίας, στο Όμμα Στούντιο – Ηράκλειο Κρήτης, στο Θέατρο Βαφείο – Αθήνα και σε περιοδεία στα χωριά της Ικαρίας και της Κρήτης.

Πρόκειται για μια σύνθεση των έργων του Angelo Beolco (ή αλλιώς Ruzante) “Ruzante, il reduce” και “Bilora”, που παρουσιάζουμε για πρώτη φορά στα ελληνικά, σε ενιαία παράσταση.
Πόλεμος, τρεις μεγάλες μάχες και όλες χαμένες για τη Βενετία που προσπάθησε μάταια να επεκτείνει τα εδάφη της. Σε μια απ’ αυτές τις μάχες οχτώ χιλιάδες στρατιώτες κείτονταν άθαφτοι στο χώμα. Ο Ρουτζάντε είναι ένας από τους χωριάτες στρατιώτες που κατάφερε να γυρίσει σπίτι Είχε καταταχτεί αναζητώντας λάφυρα και καλό μισθό με μια νοοτροπία παρόμοια με αυτή των μισθοφόρων των σύγχρονων πολέμων. Χάνει τα πάντα, ακόμα και τη γυναίκα του και χρησιμοποιώντας μόνο την αυταπάτη, καταφέρνει να διατηρήσει
την αυτοεκτίμησή του. Αυτός ο ψυχολογικός μηχανισμός εξασφαλίζει για το κοινό διασκέδαση μέσα σ’ αυτό το τραγικό πλαίσιο.
Στο δεύτερο μέρος της παράστασης βλέπουμε τον ίδιο χαρακτήρα απλώς με άλλο όνομα. Ο Μπιλόρα προσπαθεί να ξανακερδίσει τη γυναίκα του που το έχει σκάσει με έναν ευκατάστατο αλλά ηλικιωμένο κύριο. Ο Μπιλόρα δεν μπορεί να ζήσει χώρια της. Η ταπείνωση  από το γεγονός ότι την έχασε εξ’ αιτίας της ανάγκης για χρήματα, τον οδηγεί στο τραγικό τέλος. Η ιστορία είναι τόσο απλή και αληθινή που μοιάζει να έχει βγει από αστυνομικό δελτίο. Όμως μας δίνει αρκετά στοιχεία της ψυχολογικής και κοινωνικής διάστασης του χαρακτήρα.
Η γραφή και η δομή των έργων του Άντζελο Μπεόλκο είναι αρκετά ιδιόμορφη. Δε δεσμεύεται από την παράδοση αλλά αναπτύσσεται μέσα από το χαρακτήρα του ίδιου του συγγραφέα, όπως και από την πολιτική κατάσταση.
Carlo Formigoni

Έχοντας ερωτευτεί την ελληνική ομάδα Τσιριτσάντσουλες για την εξαιρετική τους σκηνική αίσθηση είμαι ενθουσιασμένος που δουλεύω μαζί τους πάνω στον Άντζελο Μπεόλκο (ή Ρουτζάντε), τον αγαπημένο μου ιταλό συγγραφέα.
Carlo Formigoni

Για τον Carlo Formigoni, το προνόμιο της ηλικίας (γεννήθηκε το 1933) συνίσταται στην ευκαιρία που είχε να μάθει την τέχνη του θεάτρου από μεγάλους μαέστρους, αρχικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 στο Λονδίνο, στο London Academy of Music and Dramatic Art που διηύθυνε ο Michael Mc Cowen και έπειτα στο Βερολίνο, στο θέατρο του Bertolt Brecht.
Η μαθητεία του σε αυτές τις σχολές, του επέτρεψαν να παντρέψει την τέχνη του ηθοποιού με την τέχνη της σκηνοθεσίας. Έχοντας αφομοιώσει τις πολύτιμες αυτές εμπειρίες, αφιερώθηκε στο σχολικό θέατρο, ιδρύοντας στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 στο Μιλάνο το Teatro del sole, στη δεκαετία του ’80 στο Μπάρι, το Teatro Kismet και αργότερα στη Φότζια, το Cerchio di Gesso, θίασοι που λειτουργούν με επιτυχία μέχρι σήμερα.
Ο Carlo Formigoni διατήρησε τη σχέση του με το ευρωπαϊκό θέατρο ανεβάζοντας γερμανόφωνες παραστάσεις κυρίως με το Renaissance Theater της Βιέννης.
Σήμερα συνεργάζεται με το  “Teatro le forche”  την Compagnia dell’ alto piano και με άλλες ομάδες της Valle d’Itria (Απουλία) όπου ζει σήμερα.
Τα χρόνια της ανάπαυσης τα αφιερώνει με πολύ μεράκι στη θεατρική επιμόρφωση των παιδαγωγών και των δασκάλων.

Η μετάφραση και απόδοση των δύο έργων («Ο Απόμαχος» και «Μπιλόρα»)έγινε από τα σύγχρονα ιταλικά στα ελληνικά και βασίστηκε στην έκδοση “Ruzante, Teatro, Einaudi, a cura di ludoviko Zorzi”, που περιλαμβάνει τα πρωτότυπα κείμενα τα οποία γράφτηκαν σε διάλεκτο της Πάδοβας και την μετάφρασή τους σε σύγχρονα ιταλικά.
Το κύριο εμπόδιο ήταν βέβαια η προσπάθεια ανίχνευσης του ύφους και της μορφής της διαλέκτου της υπαίθρου της Πάδοβας στην οποία και γράφτηκαν τα πρωτότυπα κείμενα.
Η γλώσσα των κύριων προσώπων των έργων, προέρχεται από τον τόπο καταγωγής τους και είναι βαθιά ριζωμένη σ’ αυτόν ως σταθερό σημείο αναφοράς , αλλά και ως σημείο σύγκρισης. Ειδικά βέβαια σε περιπτώσεις που βρίσκονται σε έναν τόπο εντελώς διαφορετικό από το δικό τους (όπως είναι η πόλη), και όπου είναι αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν μια εντελώς διαφορετική νοοτροπία.
Οι χωριάτες δεν πολυκαταλαβαίνουν την εκλεπτυσμένη γλώσσα των πρωτευουσιάνων. Αντίθετα είναι συνηθισμένοι να εκφράζονται με τραχείς, άσχετους χαρακτηρισμούς, αλλά και με ύβρεις απέναντι σε πρόσωπα και πράγματα.
Με την επιλογή της γλώσσας και του συγκεκριμένου τρόπου ομιλίας, ο Angelo Beolco γνωστός και ως Ruzante, προσπαθούσε να προσδιορίσει τον κόσμο που περιγράφει. Είχε ως κύριο σκοπό του για να αποδώσει σκηνικά τον κόσμο της υπαίθρου, την ενδυνάμωσή του με έναν φυσικό τρόπο έκφρασης που δεν ήταν άλλος από τη γλώσσα των χωριατών και τον τρόπο που τη χρησιμοποιούσαν.
Έτσι συναντάμε μια σειρά από μεταφορές και εκφράσεις  που προέρχονται από την ύπαιθρο και μέσω των οποίων, τα κυρίως πρόσωπα (Ruzante, Bilora), αποδίδουν έναν γνήσιο συναισθηματισμό, αλλά και ένα αχαλίνωτο πάθος.
Βέβαια η επιλογή της γλώσσας και ο τρόπος χρησιμοποίησής της υπερβαίνει την περιγραφή των προσώπων και εγκαθίσταται στο κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι, όπου συγκρούεται η νοοτροπία τις πόλης με αυτήν της υπαίθρου.
Μέσα από αυτήν την αδυσώπητη και τραγική σύγκρουση, οι χωριάτες δεν χάνουν το πολιτιστικό στίγμα τους. Η πανουργία και η δολιότητα που τους χρέωσαν οι πρωτευουσιάνοι, έχει το χρώμα και την γεύση της υπαίθρου από την οποία προέρχονται με μόνη αποσκευή τη γλώσσα τους.
Μιχάλης Τραΐτσης

Για τον Άντζελο Μπεόλκο και τη ζωή του δεν γνωρίζουμε πολλά, ούτε καν για το πότε γεννήθηκε δεν είμαστε σίγουροι. Μάλλον πρέπει να ήταν το 1502, αφού πέθανε το 1542 και στον τάφο του ανεγράφη πως ήταν 40 χρόνων. Ήταν, λένε οι ιστορίες του θεάτρου, χαρισματικός ηθοποιός αλλά και συγγραφέας κωμικών έργων που, αντίθετα με τα θεατρικά ήθη της εποχής, ήταν ολοκληρωμένα έργα και όχι σημειώσεις πάνω στις οποίες αυτοσχεδίαζαν κατόπιν οι ηθοποιοί. Έπαιζε μάλιστα έναν ανθρώπινο τύπο, τον οποίο εν πολλοίς διαμόρφωσε ο ίδιος με στοιχεία από τη ρωμαϊκή παράδοση, τους αυτοσχέδιους μίμους και τα λαϊκά δρώμενα των καιρών του, τον χωριάτη, φλύαρο, πονηρό, καπάτσο και συμφεροντολόγο, που έμεινε γνωστός ως Ρουτζάντε (από το ruzzare που σημαίνει χωρατεύω, παίζω). Τόσο πολύ ταυτίστηκε με τον ήρωά του που, όπως οι ηθοποιοί της κινέζικης όπερας, έχασε το όνομά του και χρησιμοποιούσε το “Ρουτζάντε” και μάλιστα όχι ως ψευδώνυμο, αφού έτσι υπέγραφε ακόμα και την αλληλογραφία του. Έγραψε επτά κωμωδίες συνολικά, («Το λουλουδάκι», «Η φιλάρεσκη», «Το κορίτσι απ’ την Αγκόνα», «Ο απόμαχος», «Μπιλόρα», Λα Μοσκέτα»…)  αλλά και μερικούς διάλογους και μονολόγους. . Με τους κωμικούς αυτοσχεδιασμούς και τα οπτικά χωρατά του, στάθηκε (όπως ο Αρετίνο κι ο έλληνας Κάλμο) πρόδρομος της Κομμέντια ντελλ’ Άρτε.
Το παράξενο στην περίπτωσή του είναι πως πέθανε πάνω στις πρόβες μιας τραγωδίας, δείχνοντας άθελά του αυτό που το έργο του επίσης αφήνει να φανεί: πόσο κοντά είναι το κωμικό και το τραγικό.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ DARIO FO ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 1997

Αυτή η βραδιά είναι αφιερωμένη, μ’ ένα μεγάλο και ειλικρινές ευχαριστώ, πάνω απ’ όλα σ’ ένα μοναδικό μαέστρο της σκηνής, πολύ λίγο γνωστό, όχι μόνο σ’ εσάς, τους Γάλλους, Νορβηγούς, Φιλανδούς, … αλλά ακόμα και στους Ιταλούς. Παρ’ όλα αυτά, ήταν αναμφίβολα ώς τον Σέξπιρ, ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας της αναγεννησιακής Ευρώπης. Αναφέρομαι στον Ρουτζάντε Μπεόλκο, τον σπουδαιότερό μου δάσκαλο μαζί με τον Μολιέρο. Και οι δυο ηθοποιοί – συγγραφείς έγιναν ο περίγελος της πρωτοποριακής διανόησης του καιρού τους. Μισήθηκαν γιατί έφεραν επί σκηνής την καθημερινή ζωή, τις χαρές και τις απελπισίες των ανθρώπων. Την υπεροψία των υψηλών και ισχυρών, μαζί με την απεριόριστη αδικία. Το μεγαλύτερο και ασυγχώρητο λάθος τους ήταν το εξής: Με το να λένε αυτά τα πράγματα στον κόσμο, τον έκαναν να γελάει, και το γέλιο δεν αρέσει στους ισχυρούς.
Ο Ρουτζάντε, ο πραγματικός πατέρας της κομέντια ντελ’ άρτε, επίσης κατασκεύασε τη δική του γλώσσα, από και για το θέατρο, βασισμένη σε μια πληθώρα διαλέκτων όπως αυτές από την κοιλάδα Πο*, με εκφράσεις λατινικές, ισπανικές, ακόμα και γερμανικές. Όλα αυτά σχηματισμένα με ονοματοποιημένους ήχους δικής του έμπνευσης. Είναι απ’ αυτόν τον, τον Μπεόλκο Ρουτζάντε, που έμαθα να απελευθερώνομαι από τη συμβατική λογοτεχνία. Και να εκφράζω τον εαυτό μου με λέξεις που μπορείς να μασήσεις, με ασυνήθιστους ήχους, με μία ποικιλία τεχνικών σε ρυθμό και αναπνοή. Ακόμα και με το να αναμασάς τις κοτσάνες της Γκράμελοτ.
Επιτρέψτε μου να αφιερώσω μέρος αυτού του λαμπρού βραβείου στον Ρουτζάντε.

*Γενέτειρα του Ντάριο Φο. Περιοχή με ποικιλία διαλέκτων που επιβιώσαν μέσω της παράδοσης, και της ισχυρής τοπικής αυτοοργάνωσης, σε περιόδους έντονης πολιτικής καταπίεσης. Εκεί αναπτύχθηκαν τα ελευθεριακά κινήματα  του 18ου αιώνα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της ιδιαιτερότητας τον ιταλικό σοσιαλισμό.

TRAILER

PROMO VIDEO – ΡΟΥΤΖΑΝΤΕ: Ο ΑΠΟΜΑΧΟΣ

PROMO VIDEO – ΜΠΙΛΟΡΑ: Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Comments are closed